- σπαρτάρισμα
- το, Ν [σπαρταρίζω]βίαιο τίναγμα, σφαδασμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαρτάρισμα — το βίαιο τίναγμα, σφαδασμός: Με ένα σπαρτάρισμα ξέφυγε το ψάρι από τα χέρια του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπάραγμα — το 1. κατασπάραξη, ξέσκισμα: Παρακολούθησε το σπάραγμα του μικρού ζώου από το λιοντάρι. 2. σπαρτάρισμα: Ένιωσε το σπάραγμα του ψαριού μέσα στα χέρια του. 3. σπαραγμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαδασμός — ο σπαρτάρισμα από πόνο, ψυχορράγημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)